λυμαντικός: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (LSJ2 replacement) |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυμαντικός]], -ή, -όν (Α) [[λυμαντής]]<br />[[λυμαντήριος]] («δόγματα λυμαντικὰ οἴκων», Αρρ.). | |mltxt=[[λυμαντικός]], -ή, -όν (Α) [[λυμαντής]]<br />[[λυμαντήριος]] («δόγματα λυμαντικὰ οἴκων», Αρρ.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], = [[λυμαντήριος]], τινός, Arr. <i>Epict</i>. 3.7.20. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:56, 24 November 2022
English (LSJ)
v. sub λυμαντής.
Greek Monolingual
λυμαντικός, -ή, -όν (Α) λυμαντής
λυμαντήριος («δόγματα λυμαντικὰ οἴκων», Αρρ.).
German (Pape)
[ῡ], = λυμαντήριος, τινός, Arr. Epict. 3.7.20.