διευθετίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
mNo edit summary
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διευθετώ]] και [[διευθετίζω]] (AM [[διευθετῶ]], [[διευθετέω]]<br />Μ και [[διευθετίζω]]) [[ευθετώ]]<br />[[τακτοποιώ]], [[ταξινομώ]], [[συγυρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξομαλύνω]] τις υπάρχουσες διαφορές, [[διακανονίζω]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) <i>η διευθετούσα</i><br />[[ευθεία]] που ορίζεται ως [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] σε κωνικές τομές.
|mltxt=[[διευθετώ]] και [[διευθετίζω]] (AM [[διευθετῶ]], [[διευθετέω]]<br />Μ και [[διευθετίζω]]) [[ευθετώ]]<br />[[τακτοποιώ]], [[ταξινομώ]], [[συγυρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξομαλύνω]] τις υπάρχουσες διαφορές, [[διακανονίζω]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) <i>η διευθετούσα</i><br />[[ευθεία]] που ορίζεται ως [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] σε κωνικές τομές.
}}
{{pape
|ptext== [[διευθετέω]], Sp., wie Eust.
}}
}}

Latest revision as of 16:56, 24 November 2022

Spanish (DGE)

disponer ordenadamente τὴν ἐπὶ τὸ τεῖχος ἀνάβασιν Poliorc.214.3S.

Greek Monolingual

διευθετώ και διευθετίζω (AM διευθετῶ, διευθετέω
Μ και διευθετίζω) ευθετώ
τακτοποιώ, ταξινομώ, συγυρίζω
νεοελλ.
1. εξομαλύνω τις υπάρχουσες διαφορές, διακανονίζω
2. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η διευθετούσα
ευθεία που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος σε κωνικές τομές.

German (Pape)

διευθετέω, Sp., wie Eust.