μαλθακώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαλθακώδης]], -ῶδές (AM) [[μαλθακός]]<br />[[μαλακτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από εύπλαστα υλικά<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[άτολμος]].
|mltxt=[[μαλθακώδης]], -ῶδές (AM) [[μαλθακός]]<br />[[μαλακτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από εύπλαστα υλικά<br /><b>2.</b> [[δειλός]], [[άτολμος]].
}}
{{pape
|ptext=ες, = [[μαλακοειδής]], Hippocr.
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθακώδης Medium diacritics: μαλθακώδης Low diacritics: μαλθακώδης Capitals: ΜΑΛΘΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: malthakṓdēs Transliteration B: malthakōdēs Transliteration C: malthakodis Beta Code: malqakw/dhs

English (LSJ)

ες emollient, Hp.Ulc.2,21, Gal. ap. Orib.51.36.25: sed v. μαλθώδης.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὁπωσοῦν μαλακός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 880· Foës. μαλθώδης.

Greek Monolingual

μαλθακώδης, -ῶδές (AM) μαλθακός
μαλακτικός
μσν.
1. αυτός που αποτελείται από εύπλαστα υλικά
2. δειλός, άτολμος.

German (Pape)

ες, = μαλακοειδής, Hippocr.