λογοτέχνης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. λογοτέχνις και -ιδα (Μ [[λογοτέχνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, ο [[συγγραφέας]] έργων με [[αισθητική]] [[αξία]], [[πεζογράφος]] ή [[ποιητής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κοσμεί τους λόγους του με [[τέχνη]], [[ρήτορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[καλλιτέχνης]], [[φαρμακοτέχνης]]].
|mltxt=ο, θηλ. λογοτέχνις και -ιδα (Μ [[λογοτέχνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, ο [[συγγραφέας]] έργων με [[αισθητική]] [[αξία]], [[πεζογράφος]] ή [[ποιητής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κοσμεί τους λόγους του με [[τέχνη]], [[ρήτορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[καλλιτέχνης]], [[φαρμακοτέχνης]]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>Wort-, [[Redekünstler]]</i>, Rhett. II p. 90.6.
}}
}}

Latest revision as of 16:58, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λογοτέχνης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ τέχνης κοσμῶν τὸν λόγον, ῥήτωρ, Δοξαπατρ. Ὁμιλ. εἰς Ἀφθόν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 2, σ. 90, 6. - λογοτεχνία, ἡ, Νικητ. Εὐγ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. λογοτέχνις και -ιδα (Μ λογοτέχνης)
νεοελλ.
αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, ο συγγραφέας έργων με αισθητική αξία, πεζογράφος ή ποιητής
μσν.
αυτός που κοσμεί τους λόγους του με τέχνη, ρήτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. καλλιτέχνης, φαρμακοτέχνης].

German (Pape)

ὁ, Wort-, Redekünstler, Rhett. II p. 90.6.