λογοτέχνης: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (pape replacement) |
|||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. λογοτέχνις και -ιδα (Μ [[λογοτέχνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, ο [[συγγραφέας]] έργων με [[αισθητική]] [[αξία]], [[πεζογράφος]] ή [[ποιητής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κοσμεί τους λόγους του με [[τέχνη]], [[ρήτορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[καλλιτέχνης]], [[φαρμακοτέχνης]]]. | |mltxt=ο, θηλ. λογοτέχνις και -ιδα (Μ [[λογοτέχνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, ο [[συγγραφέας]] έργων με [[αισθητική]] [[αξία]], [[πεζογράφος]] ή [[ποιητής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κοσμεί τους λόγους του με [[τέχνη]], [[ρήτορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τέχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[καλλιτέχνης]], [[φαρμακοτέχνης]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>Wort-, [[Redekünstler]]</i>, Rhett. II p. 90.6. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:58, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
λογοτέχνης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ τέχνης κοσμῶν τὸν λόγον, ῥήτωρ, Δοξαπατρ. Ὁμιλ. εἰς Ἀφθόν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 2, σ. 90, 6. - λογοτεχνία, ἡ, Νικητ. Εὐγ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. λογοτέχνις και -ιδα (Μ λογοτέχνης)
νεοελλ.
αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, ο συγγραφέας έργων με αισθητική αξία, πεζογράφος ή ποιητής
μσν.
αυτός που κοσμεί τους λόγους του με τέχνη, ρήτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. καλλιτέχνης, φαρμακοτέχνης].
German (Pape)
ὁ, Wort-, Redekünstler, Rhett. II p. 90.6.