δαφνοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(8) |
m (pape replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[δαφνηφόρος]], -ον)<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] δάφνες («κοιλάδες δαφνοφόρες», «δαφνηφόρον [[ἄλσος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στολισμένος με δάφνες («[[μέσα]] στις εκκλησίες τις δαφνοφόρες»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει τις δάφνες της δόξας («[[δαφνοφόρος]] [[πόλεμος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει [[σχέση]] με δάφνες [[προς]] τιμήν του Απόλλωνος («δαφνηφόροις τιμαῑς» — λιτανείες με κλαδιά δάφνης)<br /><b>2.</b> επίθ. του Απόλλωνος στη Θήβα και την Ερέτρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάφνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[δαφνηφόρος]], -ον)<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] δάφνες («κοιλάδες δαφνοφόρες», «δαφνηφόρον [[ἄλσος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στολισμένος με δάφνες («[[μέσα]] στις εκκλησίες τις δαφνοφόρες»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει τις δάφνες της δόξας («[[δαφνοφόρος]] [[πόλεμος]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει [[σχέση]] με δάφνες [[προς]] τιμήν του Απόλλωνος («δαφνηφόροις τιμαῑς» — λιτανείες με κλαδιά δάφνης)<br /><b>2.</b> επίθ. του Απόλλωνος στη Θήβα και την Ερέτρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάφνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Sp., [[dubia lectio|l.d.]], = [[δαφνηφόρος]], DC. 37.21. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 24 November 2022
Greek Monolingual
-α, -ο (Α δαφνηφόρος, -ον)
(για τόπο) γεμάτος δάφνες («κοιλάδες δαφνοφόρες», «δαφνηφόρον ἄλσος»)
νεοελλ.
1. στολισμένος με δάφνες («μέσα στις εκκλησίες τις δαφνοφόρες»)
2. αυτός που φέρνει τις δάφνες της δόξας («δαφνοφόρος πόλεμος)
αρχ.
1. όποιος έχει σχέση με δάφνες προς τιμήν του Απόλλωνος («δαφνηφόροις τιμαῑς» — λιτανείες με κλαδιά δάφνης)
2. επίθ. του Απόλλωνος στη Θήβα και την Ερέτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + -φόρος < φέρω.
German (Pape)
Sp., l.d., = δαφνηφόρος, DC. 37.21.