διαβολικός: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβολικός]], -ή -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάβολο, αυτός που έχει τις ιδιότητες του διαβόλου, ο [[σατανικός]]<br /><b>2.</b> [[κακεντρεχής]], [[δόλιος]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] ή τη [[διάθεση]] να διαβάλλει.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβολικός]], -ή -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάβολο, αυτός που έχει τις ιδιότητες του διαβόλου, ο [[σατανικός]]<br /><b>2.</b> [[κακεντρεχής]], [[δόλιος]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] ή τη [[διάθεση]] να διαβάλλει.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[verleumderisch]]</i>, Clem.Al. und andere Spätere
}}
}}

Revision as of 16:59, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβολικός Medium diacritics: διαβολικός Low diacritics: διαβολικός Capitals: ΔΙΑΒΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: diabolikós Transliteration B: diabolikos Transliteration C: diavolikos Beta Code: diaboliko/s

English (LSJ)

ή, όν, A slanderous, κακοτεχνία Ph. Fr.98H. II devilish, δ. καὶ σατανικὴ ἐνέργεια PLond.5.1731.11 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 calumnioso δ. ... κακοτεχνία el malvado arte de la calumnia Ph.Fr.98.
2 propio del diablo, diabólico ἡ ὑλικὴ οὐσία ... καὶ δ. Hippol.Haer.6.34.4, ἀκρασίαν ... καὶ πορνείαν διαβολικὰ εἶναι πάθη Clem.Al.Strom.3.12.81, ἐνέργεια Phys.G 100.20, PLond.1731.11 (VI d.C.), φύσις Gr.Nyss.M.46.609C, ἀπάτη Origenes M.17.61A, δύναμις Cyr.H.Myst.4.7, ἐπιχείρημα Ath.Al.Fug.23.1, δαίμων Ath.Al.Apol.Const.7.15, cf. Nil.M.79.353C, παράπτωμα διαβολική (sic) un pecado diabólico, Melit.Fr.Pap.82.14, ἐπίνοια Basil.M.31.1365B, πειρασμοί Const.Ep. en Eus.VC 2.71.1, βίος Chrys.M.60.417, κακία Olymp.M.93.708B, πανουργία ISyène 239.3 (crist.), ἔργον A.Pil.B 1.1, cf. Chrys.M.62.417, M.63.182
subst. ὁ δ. hombre diabólico κἂν μαίνωνται οἱ διαβολικοί Ath.Al.M.26.337A.
III adv. -ῶς diabólicamente συμβουλεῦσαι Chrys.M.61.238.

Greek (Liddell-Scott)

διαβολικός: -ή, -όν, εἰς διαβολὰς ἐπιρρεπὴς ἢ ἔμπειρος, εἰς διάβολον ἀνήκων, Ἐκκλ.· διαβολικῶς Χρυσόστ. 3, 428.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαβολικός, -ή -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάβολο, αυτός που έχει τις ιδιότητες του διαβόλου, ο σατανικός
2. κακεντρεχής, δόλιος, μοχθηρός
αρχ.
αυτός που έχει την τάση ή τη διάθεση να διαβάλλει.

German (Pape)

ή, όν, verleumderisch, Clem.Al. und andere Spätere