μανιόκηπος: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μανιόκηπος]], -ον (Α)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που πάσχει από [[νυμφομανία]], [[ανδρομανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μανία]] <span style="color: red;">+</span> [[κῆπος]] «γυναικείο [[εφήβαιο]]»].
|mltxt=[[μανιόκηπος]], -ον (Α)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που πάσχει από [[νυμφομανία]], [[ανδρομανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μανία]] <span style="color: red;">+</span> [[κῆπος]] «γυναικείο [[εφήβαιο]]»].
}}
{{pape
|ptext=<i>von geilen Weibern, [[manntoll]]</i>, s. [[κῆπος]], Eust.
}}
}}

Revision as of 16:59, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιόκηπος Medium diacritics: μανιόκηπος Low diacritics: μανιόκηπος Capitals: ΜΑΝΙΟΚΗΠΟΣ
Transliteration A: maniókēpos Transliteration B: maniokēpos Transliteration C: maniokipos Beta Code: manio/khpos

English (LSJ)

ον, (κῆπος III) of women, madly lustful, Anacr.158, Com.Adesp.1366.

Russian (Dvoretsky)

μανιόκηπος: adj. f болезненно похотливая Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιόκηπος: -ον, (κῆπος ΙΙΙ) ἐπὶ γυναικῶν, ἀκόλαστος, ἀσελγὴς μέχρι παραφροσύνης, ἀνδρομανής, Ἀνδρ. 153.

Greek Monolingual

μανιόκηπος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που πάσχει από νυμφομανία, ανδρομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + κῆπος «γυναικείο εφήβαιο»].

German (Pape)

von geilen Weibern, manntoll, s. κῆπος, Eust.