ἀπτερύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπτερύομαι''': [[πτερύσσομαι]] (μετὰ α εὐφων.), [[πέτομαι]], [[ἵπταμαι]], Ἄρατ. 1009 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν ἀμπτερύσσομαι μετὰ τοῦ Ἑρμάννου Ἀγ. 261).
|lstext='''ἀπτερύομαι''': [[πτερύσσομαι]] (μετὰ α εὐφων.), [[πέτομαι]], [[ἵπταμαι]], Ἄρατ. 1009 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν ἀμπτερύσσομαι μετὰ τοῦ Ἑρμάννου Ἀγ. 261).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[fliegen]]</i>, Arat. 1009 (also α euphonicum).
}}
}}

Revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπτερύομαι Medium diacritics: ἀπτερύομαι Low diacritics: απτερύομαι Capitals: ΑΠΤΕΡΥΟΜΑΙ
Transliteration A: apterýomai Transliteration B: apteryomai Transliteration C: apteryomai Beta Code: a)pteru/omai

English (LSJ)

= πτερύσσομαι, flap the wings, Arat.1009.

Spanish (DGE)

batir las alas los cuervos en señal de alegría, Arat.1009.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπτερύομαι: πτερύσσομαι (μετὰ α εὐφων.), πέτομαι, ἵπταμαι, Ἄρατ. 1009 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν ἀμπτερύσσομαι μετὰ τοῦ Ἑρμάννου Ἀγ. 261).

German (Pape)

fliegen, Arat. 1009 (also α euphonicum).