ξανθόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
(1ba)
m (pape replacement)
Line 7: Line 7:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ξανθό-χρους, ουν, [[χρόα]]<br />with [[yellow]] [[skin]], Mosch.
|mdlsjtxt=ξανθό-χρους, ουν, [[χρόα]]<br />with [[yellow]] [[skin]], Mosch.
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[ξανθόχροος]].
}}
}}

Revision as of 17:01, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur jaune.
Étymologie: ξανθός, χρόα.

Greek Monolingual

ξανθόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ξανθό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανό-χρους)].

Middle Liddell

ξανθό-χρους, ουν, χρόα
with yellow skin, Mosch.

German (Pape)

zusammengezogen aus ξανθόχροος.