δισσότοκος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[nacido dos veces]]de Baco, Nonn.<i>D</i>.1.4, cf. 41.75.
|dgtxt=-ον [[nacido dos veces]] de Baco, Nonn.<i>D</i>.1.4, cf. 41.75.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δισσότοκος]], -ον (Α)<br />(για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]. Ο [[τονισμός]] στην [[προπαραλήγουσα]] προσδίδει στη λ. παθητική σημ. («γεννημένος από...»), [[έναντι]] του παροξυτονούμενου συνθέτου ([[δισσοτόκος]]) που έχει ενεργητική σημ. («αυτή που γέννησε...»)].
|mltxt=[[δισσότοκος]], -ον (Α)<br />(για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]. Ο [[τονισμός]] στην [[προπαραλήγουσα]] προσδίδει στη λ. παθητική σημ. («γεννημένος από...»), [[έναντι]] του παροξυτονούμενου συνθέτου ([[δισσοτόκος]]) που έχει ενεργητική σημ. («αυτή που γέννησε...»)].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[zweimal]] [[geboren]]</i>; [[Dionysos]], Nonn. <i>D</i>. 1.4.
}}
}}

Latest revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισσότοκος Medium diacritics: δισσότοκος Low diacritics: δισσότοκος Capitals: ΔΙΣΣΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: dissótokos Transliteration B: dissotokos Transliteration C: dissotokos Beta Code: disso/tokos

English (LSJ)

ον, twice-born, of Bacchus, Nonn. D. 1.4.

Spanish (DGE)

-ον nacido dos veces de Baco, Nonn.D.1.4, cf. 41.75.

Greek Monolingual

δισσότοκος, -ον (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -τοκος < τίκτω. Ο τονισμός στην προπαραλήγουσα προσδίδει στη λ. παθητική σημ. («γεννημένος από...»), έναντι του παροξυτονούμενου συνθέτου (δισσοτόκος) που έχει ενεργητική σημ. («αυτή που γέννησε...»)].

German (Pape)

zweimal geboren; Dionysos, Nonn. D. 1.4.