νευρότρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νευρότρωτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που τραυματίστηκε στα [[νεύρα]] ή στους τένοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] «[[τένοντας]]» <span style="color: red;">+</span> [[τρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> «[[τραυματίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>καρδιό</i>-<i>τρωτος</i>, <i>τενοντό</i>-<i>τρωτος</i>].
|mltxt=[[νευρότρωτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που τραυματίστηκε στα [[νεύρα]] ή στους τένοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] «[[τένοντας]]» <span style="color: red;">+</span> [[τρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> «[[τραυματίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>καρδιό</i>-<i>τρωτος</i>, <i>τενοντό</i>-<i>τρωτος</i>].
}}
{{pape
|ptext=<i>an den [[Sehnen]], Flechsen [[verwundet]]</i>, Galen.
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρότρωτος Medium diacritics: νευρότρωτος Low diacritics: νευρότρωτος Capitals: ΝΕΥΡΟΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: neurótrōtos Transliteration B: neurotrōtos Transliteration C: nevrotrotos Beta Code: neuro/trwtos

English (LSJ)

ον, wounded in the sinews or tendons, Dsc.1.58, Androm. ap. Gal.13.419, Gal.13.563, Alex.Aphr.Pr.1.50.

Greek (Liddell-Scott)

νευρότρωτος: -ον, ὁ τετρωμένος κατὰ τὰ νεῦρα ἢ τοὺς τένοντας, Γαλην. 13. 344.

Greek Monolingual

νευρότρωτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που τραυματίστηκε στα νεύρα ή στους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τρωτός (< τι-τρώ-σκω «τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό-τρωτος, τενοντό-τρωτος].

German (Pape)

an den Sehnen, Flechsen verwundet, Galen.