κνισολοιχία: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κνισολοιχία]], ἡ (Α) [[κνισολοιχός]]<br />το να επιθυμεί [[κάποιος]] με [[λαιμαργία]] το [[λίπος]] ψητού κρέατος. | |mltxt=[[κνισολοιχία]], ἡ (Α) [[κνισολοιχός]]<br />το να επιθυμεί [[κάποιος]] με [[λαιμαργία]] το [[λίπος]] ψητού κρέατος. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Bratenleckerei]]</i>, Sophilus bei Ath. IX.386f. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, love of fat or roast meat, Sophil.5.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσολοιχία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὸ λίπος ὀπτοῦ κρέατος, Σώφιλος, ἐν «Συντρέχουσιν» 1.
Greek Monolingual
κνισολοιχία, ἡ (Α) κνισολοιχός
το να επιθυμεί κάποιος με λαιμαργία το λίπος ψητού κρέατος.
German (Pape)
ἡ, Bratenleckerei, Sophilus bei Ath. IX.386f.