ταχυθάνατος: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ταχυθάνατος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε αιφνίδιο θάνατο<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί γρήγορο θάνατο, ο πολύ [[φονικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βραχύβιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πρόκειται να πεθάνει [[σύντομα]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υπερήλικας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταχυθάνατος]] εἰμι» — [[πεθαίνω]] [[γρήγορα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]] (<b>πρβλ.</b> <i>βραδυ</i>-[[θάνατος]])]. | |mltxt=-η, -ο / [[ταχυθάνατος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε αιφνίδιο θάνατο<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί γρήγορο θάνατο, ο πολύ [[φονικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βραχύβιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πρόκειται να πεθάνει [[σύντομα]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υπερήλικας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταχυθάνατος]] εἰμι» — [[πεθαίνω]] [[γρήγορα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]] (<b>πρβλ.</b> <i>βραδυ</i>-[[θάνατος]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[schnell]] od. bald [[sterbend]]; – [[schnell]], [[plötzlich]] [[tötend]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 24 November 2022
English (LSJ)
[θᾰ], ον, A liable to sudden death, Hp.Aph.2.44; τ. εἶναι, = ταχέως θνῄσκειν, Id.Epid.1.12; = decrepitus, Gloss. II killing speedily, Hp.Acut.56, Art.66 (Sup.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠθάνᾰτος: -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς αἰφνίδιον θάνατον, οἱ παχέες σφόδρα, κατὰ φύσιν ταχυθάνατοι γίνονται Ἱππ. Ἀφορ. 1246· τ. εἶναι = ταχέως θνήσκειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 948. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐν τάχει φονεύων, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 393, π. Ἄρθρ. 829.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταχυθάνατος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που υπόκειται σε αιφνίδιο θάνατο
2. αυτός που προκαλεί γρήγορο θάνατο, ο πολύ φονικός
νεοελλ.
βραχύβιος
αρχ.
1. αυτός που πρόκειται να πεθάνει σύντομα
2. (κατ' επέκτ.) υπερήλικας
3. φρ. «ταχυθάνατος εἰμι» — πεθαίνω γρήγορα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + θάνατος (πρβλ. βραδυ-θάνατος)].