καινοπραξία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(18)
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινοπραξία]], ἡ (Μ)<br />[[καινοπραγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πραξία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράττω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικαιο</i>-<i>πραξία</i>, <i>κοινο</i>-<i>πραξία</i>].
|mltxt=[[καινοπραξία]], ἡ (Μ)<br />[[καινοπραγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πραξία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράττω]]), [[πρβλ]]. [[δικαιοπραξία]], [[κοινοπραξία]]].
}}
{{pape
|ptext=[ρᾱ], ἡ, = [[καινοποιΐα]], Eust.
}}
}}

Latest revision as of 17:03, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

καινοπραξία: ἡ, = καινοπραγία, Εὐστ. Πονημάτ. 158, 3.

Greek Monolingual

καινοπραξία, ἡ (Μ)
καινοπραγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραξία (< πράττω), πρβλ. δικαιοπραξία, κοινοπραξία].

German (Pape)

[ρᾱ], ἡ, = καινοποιΐα, Eust.