καινοπραξία
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek (Liddell-Scott)
καινοπραξία: ἡ, = καινοπραγία, Εὐστ. Πονημάτ. 158, 3.
Greek Monolingual
καινοπραξία, ἡ (Μ)
καινοπραγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραξία (< πράττω), πρβλ. δικαιοπραξία, κοινοπραξία].
German (Pape)
[ρᾱ], ἡ, = καινοποιΐα, Eust.