ἀκωδώνιστος: Difference between revisions

From LSJ

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκωδώνιστος]], -ον (Α) [[κωδωνίζω]]<br />αυτός που δεν ερευνήθηκε [[λεπτομερώς]], ο [[ανεξέταστος]].
|mltxt=[[ἀκωδώνιστος]], -ον (Α) [[κωδωνίζω]]<br />αυτός που δεν ερευνήθηκε [[λεπτομερώς]], ο [[ανεξέταστος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht [[untersucht]]</i>, Ar. <i>Lys</i>. 485.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκωδώνιστος Medium diacritics: ἀκωδώνιστος Low diacritics: ακωδώνιστος Capitals: ΑΚΩΔΩΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akōdṓnistos Transliteration B: akōdōnistos Transliteration C: akodonistos Beta Code: a)kwdw/nistos

English (LSJ)

ον, not tested, untested Ar.Lys.485.

Spanish (DGE)

-ον
no sonado de las monedas para comprobar su valor, no ensayado, de ahí fig. no probado ὡς αἰσχρὸν ἀκωδώνιστον ἐᾶν τὸ τοιοῦτον πρᾶγμα Ar.Lys.485, cf. Phryn.PS 51, AB 374.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκωδώνιστος -ον [ἀ-, κωδωνίζω niet onderzocht.

Russian (Dvoretsky)

ἀκωδώνιστος: неиспытанный, непроверенный: ἀκωδώνιστον ἐᾶν τι Arph. не разобраться в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκωδώνιστος: -ον, = ἀνεξέταστος, ἀδοκίμαστος, Ἀριστοφ. Λυσ. 485, ἴδε κώδων.

Greek Monolingual

ἀκωδώνιστος, -ον (Α) κωδωνίζω
αυτός που δεν ερευνήθηκε λεπτομερώς, ο ανεξέταστος.

German (Pape)

nicht untersucht, Ar. Lys. 485.