κυμβαλιστής: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[κυμβαλίστρια]] (Α [[κυμβαλιστής]], θηλ. [[κυμβαλίστρια]]) [[κυμβαλίζω]]<br />αυτός που κρούει [[κύμβαλο]], [[παίκτης]] κυμβάλου. | |mltxt=ο, θηλ. [[κυμβαλίστρια]] (Α [[κυμβαλιστής]], θηλ. [[κυμβαλίστρια]]) [[κυμβαλίζω]]<br />αυτός που κρούει [[κύμβαλο]], [[παίκτης]] κυμβάλου. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Zymbelschläger]], -spieler</i>, DC. 50.27. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 24 November 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, cymbal player, player upon cymbals, D.C.50.27.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβᾰλιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὰ κύμβαλα, Δίων Κ. 50. 27.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κυμβαλίστρια (Α κυμβαλιστής, θηλ. κυμβαλίστρια) κυμβαλίζω
αυτός που κρούει κύμβαλο, παίκτης κυμβάλου.
German (Pape)
ὁ, der Zymbelschläger, -spieler, DC. 50.27.