περιτροχάζω: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />(για ίππο) κινούμαι κυκλικά με τροχασμό, με διποδισμό<br /><b>μσν.</b><br />μετακινούμαι στη [[γύρω]] [[περιοχή]] περπατώντας ήρεμα<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιτρέχω]] («περιτροχάζων τὴν νῆσον», <b>Απολλόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τροχάζω]] «[[τρέχω]] [[γρήγορα]]»]. | |mltxt=ΝΜΑ<br />(για ίππο) κινούμαι κυκλικά με τροχασμό, με διποδισμό<br /><b>μσν.</b><br />μετακινούμαι στη [[γύρω]] [[περιοχή]] περπατώντας ήρεμα<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιτρέχω]] («περιτροχάζων τὴν νῆσον», <b>Απολλόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τροχάζω]] «[[τρέχω]] [[γρήγορα]]»]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[περιτροχάω]], Philo. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 24 November 2022
English (LSJ)
= περιτρέχω, Apollod.1.9.26; walk round, Hippiatr. 33.
Greek (Liddell-Scott)
περιτροχάζω: περιτρέχω, Ἀπολλόδ. 1. 9, 26· Παθ., Εὐστ. Πονημάτ. 75. 27.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(για ίππο) κινούμαι κυκλικά με τροχασμό, με διποδισμό
μσν.
μετακινούμαι στη γύρω περιοχή περπατώντας ήρεμα
αρχ.
περιτρέχω («περιτροχάζων τὴν νῆσον», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τροχάζω «τρέχω γρήγορα»].
German (Pape)
= περιτροχάω, Philo.