ἀκατάξεστος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκατάξεστος]], -ον (Α) [[καταξέω]]<br />αυτός που δεν έχει πελεκηθεί, ώστε να έχει [[λεία]] [[επιφάνεια]].
|mltxt=[[ἀκατάξεστος]], -ον (Α) [[καταξέω]]<br />αυτός που δεν έχει πελεκηθεί, ώστε να έχει [[λεία]] [[επιφάνεια]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unbehauen]], Inscr</i>. I.p. 279.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάξεστος Medium diacritics: ἀκατάξεστος Low diacritics: ακατάξεστος Capitals: ΑΚΑΤΑΞΕΣΤΟΣ
Transliteration A: akatáxestos Transliteration B: akataxestos Transliteration C: akataksestos Beta Code: a)kata/cestos

English (LSJ)

ον, not hewn, smooth, IG1.322, 7.3074 (Lebad.).

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀκαταχσ- IG 13.474.60, 68 (V a.C.)
no tallado, rebajado, sin igualar a cincel, de bloques de piedra para eliminar protuberancias e irregularidades κρηπίς IG 13.474.68 (V a.C.), ὀρθοστάται ib.60, λίθοι IG 7.3074.5 (Lebadea II a.C.), cf. Eust.1165.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάξεστος: -ον, μὴ πελεκηθείς, ὁ μὴ ξεσθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, στήλ. 1. 60. 68, καὶ ἀλλ., Εὐστ.

Greek Monolingual

ἀκατάξεστος, -ον (Α) καταξέω
αυτός που δεν έχει πελεκηθεί, ώστε να έχει λεία επιφάνεια.

German (Pape)

unbehauen, Inscr. I.p. 279.