κορυφαγενής: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορυφαγενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. της Αθηνάς) αυτή που γεννήθηκε από το [[κεφάλι]] του [[Διός]]<br /><b>2.</b> (στην Πυθαγόρεια [[φιλοσοφία]]) (για [[τρίγωνο]]) ισόπλευρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κορυφά</i> (δωρ. τ. του [[κορυφή]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. [[θεογενής]], [[νυμφαγενής]]].
|mltxt=[[κορυφαγενής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. της Αθηνάς) αυτή που γεννήθηκε από το [[κεφάλι]] του [[Διός]]<br /><b>2.</b> (στην Πυθαγόρεια [[φιλοσοφία]]) (για [[τρίγωνο]]) ισόπλευρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κορυφά</i> (δωρ. τ. του [[κορυφή]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. [[θεογενής]], [[νυμφαγενής]]].
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], heißt [[Athene]], <i>die [[Hauptgeborne]]</i>, die aus dem Haupte des Zeus hervorgegangene, Plut. <i>Is. et Os</i>. 76.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφᾱγενής Medium diacritics: κορυφαγενής Low diacritics: κορυφαγενής Capitals: ΚΟΡΥΦΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: koryphagenḗs Transliteration B: koryphagenēs Transliteration C: koryfagenis Beta Code: korufagenh/s

English (LSJ)

ές, head-born, prop. epithet of Athena: in Pythag. philosophy, of an equilat. triangle, like Τριτογένεια ΙΙ, Plu.2.381f.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né de la tête de Zeus.
Étymologie: κορυφή, γένος.

Russian (Dvoretsky)

κορῠφᾱγενής: родившийся из головы (Зевса) (Ἀθηνᾶ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφᾱγενής: -ές, ὁ ἐκ τῆς κεφαλῆς ἢ τῆς κορυφῆς γεννηθείς, ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς· ― ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ, ἐπίθετον ἰσοπλεύρου τριγώνου, ὡς τὸ Τριτογένεια ΙΙΙ, Πλούτ. 2. 381Ε.

Greek Monolingual

κορυφαγενής, -ές (Α)
1. (ως επίθ. της Αθηνάς) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι του Διός
2. (στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία) (για τρίγωνο) ισόπλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφά (δωρ. τ. του κορυφή) + -γενής (< γένος), πρβλ. θεογενής, νυμφαγενής].

German (Pape)

[ᾱ], heißt Athene, die Hauptgeborne, die aus dem Haupte des Zeus hervorgegangene, Plut. Is. et Os. 76.