ματαιοπόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰταιο-[[πόνος]], ον<br />labouring in [[vain]], [[Philo]].
|mdlsjtxt=μᾰταιο-[[πόνος]], ον<br />labouring in [[vain]], [[Philo]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[vergeblich]] [[arbeitend]], sich [[anstrengend]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοπόνος Medium diacritics: ματαιοπόνος Low diacritics: ματαιοπόνος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: mataiopónos Transliteration B: mataioponos Transliteration C: mataioponos Beta Code: mataiopo/nos

English (LSJ)

ον, labouring in vain, τεχνίτης Ph.2.500; ματαιοπόνον ἀποκαλεῖν τὴν φύσιν Gal.UP5.5, cf. Apollon.Cit. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se donne une peine inutile.
Étymologie: μάταιος, πένομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπόνος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, ματαιοκόπος, Φίλων 2.500.

Greek Monolingual

ματαιοπόνος, -ον (Α)
αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πόνος (πρβλ. εργοπόνος, οφθαλμοπόνος)].

Greek Monotonic

μᾰταιοπόνος: -ον, αυτός που εργάζεται μάταια, χωρίς αποτέλεσμα, σε Φίλωνα.

Middle Liddell

μᾰταιο-πόνος, ον
labouring in vain, Philo.

German (Pape)

vergeblich arbeitend, sich anstrengend, Sp.