κρεάγρευτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρεάγρευτος]], -ον (Α)<br />(για βράχους) αυτός που ξεσχίζει, που αποσπά το [[κρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγρευτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρεύω]] «[[συλλαμβάνω]]»].
|mltxt=[[κρεάγρευτος]], -ον (Α)<br />(για βράχους) αυτός που ξεσχίζει, που αποσπά το [[κρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγρευτός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγρεύω]] «[[συλλαμβάνω]]»].
}}
{{pape
|ptext=<i>das [[Fleisch]] fortnehmend, [[abreißend]]</i>, πέτραι Lycophr. 759, [[varia lectio|v.l.]] [[κρεάγραπτος]].
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεάγρευτος Medium diacritics: κρεάγρευτος Low diacritics: κρεάγρευτος Capitals: ΚΡΕΑΓΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: kreágreutos Transliteration B: kreagreutos Transliteration C: kreagreftos Beta Code: krea/greutos

English (LSJ)

ον, tearing off the flesh, Lyc.759.

Greek (Liddell-Scott)

κρεάγρευτος: -ον, ἀποσπῶν τὸ κρέας, τὴν σάρκα, κρεαγρεύτους πέτρας, «τὰς σκληρὰς καὶ ἐν τῷ ἅπτεσθαι ἀφαιρούσας κρέατα πέτρας» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 759· κοινῶς, κρεάγραπτος.

Greek Monolingual

κρεάγρευτος, -ον (Α)
(για βράχους) αυτός που ξεσχίζει, που αποσπά το κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + ἀγρευτός < ἀγρεύω «συλλαμβάνω»].

German (Pape)

das Fleisch fortnehmend, abreißend, πέτραι Lycophr. 759, v.l. κρεάγραπτος.