ἀποδέξασθαι: Difference between revisions
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδέξασθαι:'''<b class="num">I.</b> απαρ. αορ. | |lsmtext='''ἀποδέξασθαι:'''<b class="num">I.</b> απαρ. αορ. αʹ του [[ἀποδέχομαι]].<br /><b class="num">II.</b> Ιων. αντί <i>ἀποδείξασθαι</i>, αόρ. αʹ του [[ἀποδείκνυμι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ion. = ἀποδείξασθαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
aor. 1 of ἀποδέχομαι, but also, II Ion. for ἀποδείξασθαι, cf. ἀποδείκνυμι.
Spanish (DGE)
v. ἀποδέχομαι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. de ἀποδέχομαι;
inf. ao. Moy. ion. de ἀποδείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδέξασθαι:
I inf. aor. к ἀποδέχομαι.
II ион. inf. med. к ἀποδείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδέξασθαι: ἀπαρ. τοῦ μέσ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀποδέχομαι, ἀλλ’ ὡσαύτως ΙΙ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀποδείξασθαι ἐκ τοῦ ἀποδείκνυμαι.
Greek Monotonic
ἀποδέξασθαι:I. απαρ. αορ. αʹ του ἀποδέχομαι.
II. Ιων. αντί ἀποδείξασθαι, αόρ. αʹ του ἀποδείκνυμι.
German (Pape)
ion. = ἀποδείξασθαι.