λιτανευτικός: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιτανευτικός]], -ή, -όν (Α) [[λιτανεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λιτανεία]].
|mltxt=[[λιτανευτικός]], -ή, -όν (Α) [[λιτανεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λιτανεία]].
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Bitten]], [[Flehen]] [[geschickt]], [[geneigt]], Schol. Aesch. Suppl</i>. 816.
}}
}}

Revision as of 17:07, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐτᾰνευτικός Medium diacritics: λιτανευτικός Low diacritics: λιτανευτικός Capitals: ΛΙΤΑΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: litaneutikós Transliteration B: litaneutikos Transliteration C: litaneftikos Beta Code: litaneutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for praying, Sch.A.Supp. 809.

Greek (Liddell-Scott)

λῐτᾰνευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιτανείαν, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 809.

Greek Monolingual

λιτανευτικός, -ή, -όν (Α) λιτανεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιτανεία.

German (Pape)

zum Bitten, Flehen geschickt, geneigt, Schol. Aesch. Suppl. 816.