νυκτοκλέπτης: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
(3b)
m (pape replacement)
 
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νυκτοκλέπτης:''' ου ὁ Anth. v. l. = [[νυκτικλέπτης]].
|elrutext='''νυκτοκλέπτης:''' ου ὁ Anth. v. l. = [[νυκτικλέπτης]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, [[varia lectio|v.l.]] für [[νυκτικλέπτης]].
}}
}}

Latest revision as of 17:08, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοκλέπτης: -ου, ἴδε νυκτικλέπτης.

Greek Monolingual

ο, θηλ. νυκτοκλέπτρια (Α νυκτικλέπτης, Μ νυκτοκλέπτης)
1. αυτός που κλέβει στη διάρκεια της νύχτας
2. (για λύκο) αυτός που αρπάζει τα θύματά του τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κλέπτης. Ο αρχ. τ. νυκτικλέπτης < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].

Russian (Dvoretsky)

νυκτοκλέπτης: ου ὁ Anth. v. l. = νυκτικλέπτης.

German (Pape)

ὁ, v.l. für νυκτικλέπτης.