ἀρρενοπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρρενοπρεπής]], -ές (Α)<br />ο [[ανδροπρεπής]], αυτός που ταιριάζει σε άντρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρρην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] ([[πρβλ]]. [[ανδροπρεπής]], [[θηλυπρεπής]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[ἀρρενοπρεπής]], -ές (Α)<br />ο [[ανδροπρεπής]], αυτός που ταιριάζει σε άντρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρρην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] ([[πρβλ]]. [[ανδροπρεπής]], [[θηλυπρεπής]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>dem Männlichen [[geziemend]]</i>, Arist.; Quint. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, befitting men, manly, Aristid.Quint.2.13.
Spanish (DGE)
-ές
apropiado a los varones, viril de algunas melodías, Aristid.Quint.78.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενοπρεπής: -ές, ὁ πρέπων εἰς ἄρρενας, ἀνδρικός, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. περὶ Μουσικ. σ. 92.
Greek Monolingual
ἀρρενοπρεπής, -ές (Α)
ο ανδροπρεπής, αυτός που ταιριάζει σε άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -πρεπής < πρέπω (πρβλ. ανδροπρεπής, θηλυπρεπής κ.ά.)].
German (Pape)
ές, dem Männlichen geziemend, Arist.; Quint.