ἀκαταπόνητος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταπόνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν καταπονείται, ο [[ακούραστος]], ο [[ακατάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καταπονῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακαταπονησία]]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταπόνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν καταπονείται, ο [[ακούραστος]], ο [[ακατάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καταπονῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακαταπονησία]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unbezwinglich]]</i>, Schol. oft. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, inexhaustible, Philol.21, Theol.Ar.15.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀκαταπόνατος Philol.B 21
1 indestructible, inagotable (ὁ κόσμος) παρὸ καὶ ἄφθαρτος καὶ ἀ. διαμένει τὸν ἄπειρον αἰῶνα Philol.l.c., del n. de la tríada ἀτειρὴς καὶ ἀ. inquebrantable e inagotable Nicom. en Theol.Ar.15, cf. Sch.Pi.O.2.60a.
2 invencible ref. a un anillo mágico δύναμις PMag.12.259.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταπόνητος: -ον, ὁ μὴ καταπονούμενος, κόσμος, Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταπόνητος, -ον)
αυτός που δεν καταπονείται, ο ακούραστος, ο ακατάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καταπονῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταπονησία].
German (Pape)
unbezwinglich, Schol. oft.