ἀκατεύναστος: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατεύναστος]], -ον) [[κατευνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατευναστεί, να καταπραϋνθεί<br />«ακατεύναστη [[οργή]]»<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει πέσει στο [[κρεβάτι]], δεν έχει κατακλιθεί. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατεύναστος]], -ον) [[κατευνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατευναστεί, να καταπραϋνθεί<br />«ακατεύναστη [[οργή]]»<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει πέσει στο [[κρεβάτι]], δεν έχει κατακλιθεί. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>nicht [[eingeschläfert]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, not put to bed, waking, Hsch., Suid., Phot.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se ha acostado, que está en vela φύλακας σοφούς ... ἀκατεύναστον ἔχοντας ἐπ' αὐτῇ τὴν φροντίδα Cyr.Al.M.70.1373C, cf. Hsch., Sud., Phot.α 723.
2 que no duerme, eterno, perpetuo ἡ ὑμνῳδία Cyr.Al.M.69.1056A
•del fuego del infierno Cyr.Al.M.71.1017C.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατεύναστος: -ον, ὁ μὴ κατευνασθείς, μὴ βληθεὶς εἰς τὴν κλίνην, ἄγρυπνος, «ἀκατεύναστον, ἀκοίμητον», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατεύναστος, -ον) κατευνάζω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατευναστεί, να καταπραϋνθεί
«ακατεύναστη οργή»
αρχ.
αυτός που δεν έχει πέσει στο κρεβάτι, δεν έχει κατακλιθεί.
German (Pape)
nicht eingeschläfert, Sp.