ματτυολοιχός: Difference between revisions
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (pape replacement) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ματτυολοιχός:''' [[падкий до лакомых блюд]] Arph. | |elrutext='''ματτυολοιχός:''' [[падкий до лакомых блюд]] Arph. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>nach dem [[Gericht]] [[ματτύα]] [[lecker]]</i>, überhaupt <i>[[schmarotzerisch]]</i>, Ar. <i>Nub</i>. 450; da das [[Gericht]] [[ματτύα]] aber bei Ar. [[sonst]] gar nicht vorkommt und die mss. die [[varia lectio|v.l.]] [[ματιολοιχός]] od. [[ματτιολοιχός]] haben, so liegt [[ματαιολοιχός]] nahe, das Hesych. [[κρουσιμέτρης]], [[φειδωλός]], auch [[μυκτηριστής]] erkl. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:09, 24 November 2022
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
gourmand (« lécheur de ragoûts »).
Étymologie: ματτύη, λείχω.
Par. ματαιολοιχός, ματιολοιχός.
Greek Monolingual
ματτυολοιχός και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α)
1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής
2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός
ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + -λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματολοιχός, τραπεζολοιχός. Ο τ. ματιολοιχός είναι εσφ. γρφ. του ματτυολοιχός, ενώ ο τ. ματαιολοιχός έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του μάταιος.
Russian (Dvoretsky)
ματτυολοιχός: падкий до лакомых блюд Arph.
German (Pape)
nach dem Gericht ματτύα lecker, überhaupt schmarotzerisch, Ar. Nub. 450; da das Gericht ματτύα aber bei Ar. sonst gar nicht vorkommt und die mss. die v.l. ματιολοιχός od. ματτιολοιχός haben, so liegt ματαιολοιχός nahe, das Hesych. κρουσιμέτρης, φειδωλός, auch μυκτηριστής erkl.