παρακοιμιστής: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[παρακοιμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαστροπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί [[μαζί]] με άλλον. | |mltxt=ὁ, ΜΑ [[παρακοιμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαστροπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί [[μαζί]] με άλλον. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[παρακοιμητής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:10, 24 November 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who puts to lie beside, procurer, pander, pimp in plural, π. τῶν ἰδίων γυναικῶν = panders to their own wives, Paul.Al. O. 2.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ παρακοιμίζω
μσν.
μαστροπός
αρχ.
αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί μαζί με άλλον.
German (Pape)
= παρακοιμητής.