τρισυπόστατος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(42)
m (pape replacement)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρισυπόστατος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] υποστάσεις («[[τρισυπόστατος]] [[θεότης]]», Μεθόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη, [[τριμερής]], [[τριμελής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρισυπόστατο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ιδιότητα]] της Αγίας Τριάδος να [[είναι]] τρισυπόστατη, το να έχει [[τρεις]] υποστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑπόστασις]] (<b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-<i>υπόστατος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τρισυπόστατος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] υποστάσεις («[[τρισυπόστατος]] [[θεότης]]», Μεθόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη, [[τριμερής]], [[τριμελής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρισυπόστατο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ιδιότητα]] της Αγίας Τριάδος να [[είναι]] τρισυπόστατη, το να έχει [[τρεις]] υποστάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑπόστασις]] (<b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-<i>υπόστατος</i>)].
}}
{{pape
|ptext=<i>aus drei [[Substanzen]] oder [[Personen]]</i>, K.S.
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

τρισυπόστᾰτος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν ὑποστάσεων, τὸ τρισυπόστατον τῆς θείας ἑνάδος Μεθόδ. 352C· τρ. θεότης 393· ἑνάδα τρισυπόστατον Διονύσ. Ἀρεοπ. 212C, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισυπόστατος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις υποστάσεις («τρισυπόστατος θεότης», Μεθόδ.)
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριμερής, τριμελής
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το τρισυπόστατο(ν)
η ιδιότητα της Αγίας Τριάδος να είναι τρισυπόστατη, το να έχει τρεις υποστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + ὑπόστασις (πρβλ. συν-υπόστατος)].

German (Pape)

aus drei Substanzen oder Personen, K.S.