μακροκατάληκτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
(23)
 
m (pape replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μακροκατάληκτος
|Medium diacritics=μακροκατάληκτος
|Low diacritics=μακροκατάληκτος
|Capitals=ΜΑΚΡΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
|Transliteration A=makrokatálēktos
|Transliteration B=makrokatalēktos
|Transliteration C=makrokataliktos
|Beta Code=makrokata/lhktos
|Definition=v. sub [[μακροκαταληκτέω]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[μακροκατάληκτος]], -ον)<br />(για [[λέξη]]) αυτός που καταλήγει σε μακρά [[συλλαβή]], αυτός που έχει τη [[λήγουσα]] μακρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>καταληκτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καταλήγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ομοιοκατάληκτος]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[μακροκατάληκτος]], -ον)<br />(για [[λέξη]]) αυτός που καταλήγει σε μακρά [[συλλαβή]], αυτός που έχει τη [[λήγουσα]] μακρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>καταληκτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καταλήγω]]), [[πρβλ]]. [[ομοιοκατάληκτος]]].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit einer [[langen]] [[Silbe]] endigend</i>, Gramm.
}}
}}

Latest revision as of 17:12, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροκατάληκτος Medium diacritics: μακροκατάληκτος Low diacritics: μακροκατάληκτος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: makrokatálēktos Transliteration B: makrokatalēktos Transliteration C: makrokataliktos Beta Code: makrokata/lhktos

English (LSJ)

v. sub μακροκαταληκτέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακροκατάληκτος, -ον)
(για λέξη) αυτός που καταλήγει σε μακρά συλλαβή, αυτός που έχει τη λήγουσα μακρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + καταληκτός (< καταλήγω), πρβλ. ομοιοκατάληκτος].

German (Pape)

mit einer langen Silbe endigend, Gramm.