θεραπευτός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θερᾰπευτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[воспитуемый]], [[поддающийся выработке]] ([[ἀρετή]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[исцелимый]] ([[πάθος]] Arst.).
|elrutext='''θερᾰπευτός:'''<br /><b class="num">1</b> [[воспитуемый]], [[поддающийся выработке]] ([[ἀρετή]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[исцелимый]] ([[πάθος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:13, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπευτός Medium diacritics: θεραπευτός Low diacritics: θεραπευτός Capitals: ΘΕΡΑΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: therapeutós Transliteration B: therapeutos Transliteration C: therapeftos Beta Code: qerapeuto/s

English (LSJ)

όν, A that may be fostered or cultivated, Pl.Prt.325b. 2 curable, Paul.Aeg.4.5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut cultiver;
2 guérissable.
Étymologie: θεραπεύω.

Russian (Dvoretsky)

θερᾰπευτός:
1 воспитуемый, поддающийся выработке (ἀρετή Plat.);
2 исцелимый (πάθος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπευτός: -όν, ὃν δύναται νὰ θεραπεύσῃ, νὰ καλλιεργήσῃ τις, διδακτοῦ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ (τοῦ πράγματος ὅπερ καλεῖται ἀρετὴ) Πλάτ. Πρωτ. 325B. 2) θεραπεύσιμος, πάθος Ἀριστ. Ι. Ζ. 10. 3, 18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM θεραπευτός, -όν) θεραπεύω
αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος
αρχ.
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να καλλιεργήσει («διδακτοῦ δὲ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ», Πλάτ.).

Greek Monotonic

θερᾰπευτός: -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να περιποιηθεί, να περιθάλψει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

θερᾰπευτός, όν
that may be fostered, Plat. [from θερᾰπεύω]