παλαιστρικός: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰλαιστρικός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''πᾰλαιστρικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[любящий искусство борьбы]], [[имеющий влечение к борьбе]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[касающийся борьбы]] ([[ἐπιστήμη]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> Plut. = [[παλαιστικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:19, 25 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for the wrestling-school, Alex.325; ἐπιστήμη Arist.Cat.10b4. Adv. -κῶς after the manner of the palaestra, Sch.Ar.V.1206. II later confounded with παλαιστικός, Plu.2.639f, Sor.Fasc.51, Gal.6.158, Hierocl.in CA16p.456M.
German (Pape)
[Seite 446] was den Uebungsplatz betrifft, nach Phryn. spätere Form für παλαιστικός, Arist. categ. 8, 26. – Adv., Schol. Ar. Vesp. 1206.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαιστρικός:
1 любящий искусство борьбы, имеющий влечение к борьбе Arst.;
2 касающийся борьбы (ἐπιστήμη Arst.);
3 Plut. = παλαιστικός.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιστρικός: -ή, -όν, (παλαίστρα) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παλαίστραν, ὁ συχνάζων εἰς αὐτήν, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 70, Ἀριστ. Κατηγ. 8, 26· - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῆς παλαίστρας, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1206.
ΙΙ. μεταγεν. συγγραφεῖς συνέχεον αὐτὸ πρὸς τὸ παλαιστικός, ὡς Πλούτ. 2. 639F, ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 242· - ἐν Θεοφρ. Χαρακτ. 5, ἀντὶ αὐλίδιον παλαιστρικόν, τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἔχουσι παλαιστριαῖον.
Greek Monolingual
παλαιστρικός, -ή, -όν (Α) παλαίστρα
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην παλαίστρα
2. παλαιστικός.
επίρρ...
παλαιστρικῶς (Α)
με παλαιστρικό τρόπο, όπως γίνεται στην παλαίστρα.