ἐξαυαίνω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξαυαίνω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐξαυαίνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[высушивать]] (τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων Her.);<br /><b class="num">2</b> pass. [[сохнуть]], [[увядать]] (τὰ δένδρεα ἐξαυάνθη Her.; τὰ φυτὰ ἐξαυαίνεται Arst.); чахнуть ([[παιδάριον]] ἐξαυαίνεται Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:15, 25 November 2022
English (LSJ)
dry up, ὁ νότος . . τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε (aor. 1) Hdt.4.173:—Pass., τὰ δένδρεα . . ἐξαυάνθη ib.151, cf. Hp.Carn.11, Ar.Fr.612, Arist.GA 750a22, Hsch. s.v. ἐξευασμένον.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. pas. ἐξαυάνθη Hdt.4.151; perf. part. act. ἐξευηκότες Phot.ε 1190]
I tr. secar completamente, desecar c. ac. ἄνεμος τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε Hdt.4.173, ὅλον ἐξαυαίνειν τὸ δένδρον Thphr.CP 5.12.5, (ὁ νότος) τά τε γὰρ φυόμενα ἐξαυαίνει Hp.Vict.2.38, en v. pas. τοῦ κολλώδεος ... τὸ ὑγρότατον ... ὑπὸ τοῦ θερμοῦ ... ξηραινόμενον καὶ ἐξαυαινόμενον Hp.Carn.11.
II intr., en v. med.-pas.
1 secarse completamente, resecarse c. suj. de plantas τὰ δένδρεα ... ἐξαυάνθη Hdt.l.c., ὁ δὲ φοῖνιξ ... ἐξηυαίνετο X.An.2.3.16 (cód. ap. crít.), τῶν τε γὰρ δένδρων τὰ πολλὰ πολυκαρπήσαντα λίαν ἐξαυαίνεται μετὰ τὴν φοράν Arist.GA 750a22, τὸ δὲ ἱπποσέλινον ... ἐξαυαίνεται Arist.Pr.923a35, τὰ μὲν ἐπέτεια (λαχάνα) ... ἐξαυαίνονται Thphr.HP 7.7.2, cf. Hp. en Erot.37.5
•tb. en perf. act. estar seco ἐξευηκότες· ἐξηρασμένοι Phot.ε 1190.
2 consumirse, disminuir ἰσχυρῶν γινομένων πάγων ἐξαυαίνεται ἡ τοῦ θερμοῦ ἰσχύς Arist.Iuu.470a28, εἰ δὲ καὶ ἐξαυαίνοιτο ὑπὸ <τοῦ> λιμοῦ Ael.NA 5.29
•consumirse, morir ἐνταῦθα δὴ παιδάριον ἐξαυαίνεται Ar.Fr.659.
German (Pape)
[Seite 874] ausdörren; ἐξηύηνε Her. 4, 175; ἐξαυάνθη 4, 151, u. so pass. oft; Arist. von Bäumen, verdorren; παιδάριον ἐξαυαίνεται Ar. fr. inc. 46.
French (Bailly abrégé)
faire sécher ; Pass. se dessécher.
Étymologie: ἐξ, αὐαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαυαίνω:
1 высушивать (τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων Her.);
2 pass. сохнуть, увядать (τὰ δένδρεα ἐξαυάνθη Her.; τὰ φυτὰ ἐξαυαίνεται Arst.); чахнуть (παιδάριον ἐξαυαίνεται Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυαίνω: ἐντελῶς ἀποξηραίνω, ὁ νότος... τὰ ἔλυτρα τῶν ὑδάτων ἐξηύηνε (ἀόρ. α΄) Ἡρόδ. 4. 173: - Παθ., τὰ δένδρεα ἐξαυάνθη αὐτόθι 151, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514.
Greek Monolingual
ἐξαυαίνω (Α) αυαίνω
ξηραίνω («ὁ νότος... τὰ ἔλυτρα... ἐξηύηνε»).
Greek Monotonic
ἐξαυαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αποξηραίνω εντελώς, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. ᾰνῶ
to dry quite up, Hdt.