ιππόκαμπος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἱππόκαμπος]], ὁ και μτγν<br />τ.ἱπποκάμπη, ἡ)<br />μυθικό θαλάσσιο [[τέρας]] που είχε [[σώμα]] και μπροστινά πόδια αλόγου και [[ουρά]] ψαριού ή φιδιού και [[πάνω]] στο οποίο ίππευαν οι θαλάσσιοι θεοί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b><br />[[γένος]] ψαριών της οικογένειας συγναθίδες, κν. [[αλογάκι]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> περιελιγμένη [[δομή]] του εγκεφάλου τών θηλαστικών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μικρού ψαριού, ίσως το ίδιο με το κν. [[αλογάκι]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάμπη]] (ΙΙ) (μυθικό θαλάσσιο [[τέρας]]). Ως όρος της ανατομίας η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>hippocampe</i> ([[πρβλ]]. [[ιππόκαμπος]])]. | |mltxt=ο (Α [[ἱππόκαμπος]], ὁ και μτγν<br />τ.ἱπποκάμπη, ἡ)<br />μυθικό θαλάσσιο [[τέρας]] που είχε [[σώμα]] και μπροστινά πόδια αλόγου και [[ουρά]] ψαριού ή φιδιού και [[πάνω]] στο οποίο ίππευαν οι θαλάσσιοι θεοί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b><br />[[γένος]] ψαριών της οικογένειας συγναθίδες, κν. [[αλογάκι]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> περιελιγμένη [[δομή]] του εγκεφάλου τών θηλαστικών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μικρού ψαριού, ίσως το ίδιο με το κν. [[αλογάκι]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κάμπη]] (ΙΙ) (μυθικό θαλάσσιο [[τέρας]]). Ως όρος της ανατομίας η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>hippocampe</i> ([[πρβλ]]. [[ιππόκαμπος]])]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[sea horse]]=== | |||
Arabic: فَرَس بَحْر; Armenian: ծովաձի, ձիաձուկ; Basque: itsas zaldia; Belarusian: марской канёк; Bulgarian: морско конче; Burmese: ရေမြင်း, ရေနဂါး; Catalan: cavall marí, hipocamp; Cebuano: kulkog; Chinese Mandarin: 海馬, 海马; Czech: mořský koník; Danish: søhest; Dutch: [[zeepaard]]; English: [[sea horse]], [[seahorse]], [[sea-horse]]; Esperanto: hipokampo, marĉevaleto; Estonian: merihobuke; Finnish: merihevonen; French: [[hippocampe]]; Galician: cabalo de mar, cabaliño de mar; Georgian: ზღვის ცხენი; German: [[Seepferdchen]]; Greek: [[ιππόκαμπος]]; Ancient Greek: [[ἱππόκαμπος]]; Hungarian: csikóhal; Icelandic: sæhestur; Ilocano: kurikor; Indonesian: kuda laut; Irish: capall mara; Italian: [[cavalluccio marino]], [[ippocampo]]; Japanese: 竜の落とし子; Kazakh: атбалық; Korean: 해마(海馬); Lao: ມ້ານ້ຳ; Latin: [[equus bipes]]; Latvian: jūras zirdziņš; Luxembourgish: Séipäerdchen; Macedonian: морско коњче; Malay: kuda laut; Maltese: żiemel tal-baħar; Maori: kioretai, hinamoki; Navajo: táłtłʼááh łį́į́ʼ; Norman: ch'fa d'maïr, j'va d'mé; Northern Thai: ᨾ᩶ᩣᨶ᩶ᩣᩴ; Norwegian Bokmål: havhest, sjøhest; Persian: اسب دریایی; Polish: konik morski, pławikonik; Portuguese: [[cavalo-marinho]]; Romanian: căluț de mare; Russian: [[морской конёк]]; Serbo-Croatian Cyrillic: морски коњић, морски коњиц; Roman: morski konjić, morski konjic; Seri: heeesam; Slovak: morský koník; Slovene: morski konjiček; Spanish: [[hipocampo]], [[caballito de mar]]; Swahili: mbuzi-bahari; Swedish: sjöhäst; Tagalog: kabayo-kabayohan, kaba-kabayuhan, kabayong-dagat; Thai: ม้าน้ำ; Turkish: denizatı; Ukrainian: морський коник; Vietnamese: cá ngựa, hải mã; Volapük: hiokamp; Welsh: morfarch; Wolof: fasu géej wi | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:38, 26 November 2022
Greek Monolingual
ο (Α ἱππόκαμπος, ὁ και μτγν
τ.ἱπποκάμπη, ἡ)
μυθικό θαλάσσιο τέρας που είχε σώμα και μπροστινά πόδια αλόγου και ουρά ψαριού ή φιδιού και πάνω στο οποίο ίππευαν οι θαλάσσιοι θεοί
νεοελλ.
1. ζωολ.
γένος ψαριών της οικογένειας συγναθίδες, κν. αλογάκι της θάλασσας
2. ανατ. περιελιγμένη δομή του εγκεφάλου τών θηλαστικών
αρχ.
είδος μικρού ψαριού, ίσως το ίδιο με το κν. αλογάκι της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κάμπη (ΙΙ) (μυθικό θαλάσσιο τέρας). Ως όρος της ανατομίας η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. hippocampe (πρβλ. ιππόκαμπος)].
Translations
sea horse
Arabic: فَرَس بَحْر; Armenian: ծովաձի, ձիաձուկ; Basque: itsas zaldia; Belarusian: марской канёк; Bulgarian: морско конче; Burmese: ရေမြင်း, ရေနဂါး; Catalan: cavall marí, hipocamp; Cebuano: kulkog; Chinese Mandarin: 海馬, 海马; Czech: mořský koník; Danish: søhest; Dutch: zeepaard; English: sea horse, seahorse, sea-horse; Esperanto: hipokampo, marĉevaleto; Estonian: merihobuke; Finnish: merihevonen; French: hippocampe; Galician: cabalo de mar, cabaliño de mar; Georgian: ზღვის ცხენი; German: Seepferdchen; Greek: ιππόκαμπος; Ancient Greek: ἱππόκαμπος; Hungarian: csikóhal; Icelandic: sæhestur; Ilocano: kurikor; Indonesian: kuda laut; Irish: capall mara; Italian: cavalluccio marino, ippocampo; Japanese: 竜の落とし子; Kazakh: атбалық; Korean: 해마(海馬); Lao: ມ້ານ້ຳ; Latin: equus bipes; Latvian: jūras zirdziņš; Luxembourgish: Séipäerdchen; Macedonian: морско коњче; Malay: kuda laut; Maltese: żiemel tal-baħar; Maori: kioretai, hinamoki; Navajo: táłtłʼááh łį́į́ʼ; Norman: ch'fa d'maïr, j'va d'mé; Northern Thai: ᨾ᩶ᩣᨶ᩶ᩣᩴ; Norwegian Bokmål: havhest, sjøhest; Persian: اسب دریایی; Polish: konik morski, pławikonik; Portuguese: cavalo-marinho; Romanian: căluț de mare; Russian: морской конёк; Serbo-Croatian Cyrillic: морски коњић, морски коњиц; Roman: morski konjić, morski konjic; Seri: heeesam; Slovak: morský koník; Slovene: morski konjiček; Spanish: hipocampo, caballito de mar; Swahili: mbuzi-bahari; Swedish: sjöhäst; Tagalog: kabayo-kabayohan, kaba-kabayuhan, kabayong-dagat; Thai: ม้าน้ำ; Turkish: denizatı; Ukrainian: морський коник; Vietnamese: cá ngựa, hải mã; Volapük: hiokamp; Welsh: morfarch; Wolof: fasu géej wi