διεγερτικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[estimulante]], [[excitante]] ἀφροδίσια Diph.Siph. en Ath.64b, 371b, de la música, S.E.<i>M</i>.6.19<br /><b class="num">•</b>τὰ διεγερτικὰ <i>sc</i> | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[estimulante]], [[excitante]] ἀφροδίσια Diph.Siph. en Ath.64b, 371b, de la música, S.E.<i>M</i>.6.19<br /><b class="num">•</b>τὰ διεγερτικὰ <i>[[sc.]]</i> φάρμακα [[remedios excitantes]] Philum. en Orib.<i>Syn</i>.8.5.4.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que incita]] (ἐπιστολή) διεγερτικὴ πίστεως Eus.<i>HE</i> 4.23.2, cf. Nicol.Mon.<i>Ep</i>.M.65.1052C<br /><b class="num">•</b>[[que pone en movimiento]], [[animador]] τούτων πάντων δ. τὸ πῦρ <i>Corp.Herm.Fr</i>.26.27.<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ δ. [[alborada]] τῶν ἐπιθαλαμίων ... τινὰ δὲ ὄρθια, ἃ καὶ προσαγορεύεται διεγερτικά Sch.Theoc.18 proem. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:20, 27 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, exciting, stimulant, S.E.M.6.19; ἀφροδισίων Diph.Siph. ap. Ath.2.64b, cf. Philum. ap. Orib.Syn.8.6.4.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 estimulante, excitante ἀφροδίσια Diph.Siph. en Ath.64b, 371b, de la música, S.E.M.6.19
•τὰ διεγερτικὰ sc. φάρμακα remedios excitantes Philum. en Orib.Syn.8.5.4.
2 fig. que incita (ἐπιστολή) διεγερτικὴ πίστεως Eus.HE 4.23.2, cf. Nicol.Mon.Ep.M.65.1052C
•que pone en movimiento, animador τούτων πάντων δ. τὸ πῦρ Corp.Herm.Fr.26.27.
3 subst. τὸ δ. alborada τῶν ἐπιθαλαμίων ... τινὰ δὲ ὄρθια, ἃ καὶ προσαγορεύεται διεγερτικά Sch.Theoc.18 proem.
German (Pape)
[Seite 617] ή, όν, aufweckend, erregend, τινός, Ath. II, 64 b u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
διεγερτικός: пробуждающий, возбуждающий (τῆς ψυχῆς Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
διεγερτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ διεγείρειν, τινὸς Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 19, Ἀθήν. 64Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διεγερτικός, -ή, -όν) διεγείρω
ο ικανός ή κατάλληλος να διεγείρει, να ερεθίζει, ερεθιστικός
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί διέγερση τών μυών και τών νεύρων ορισμένων οργάνων του σώματος («διεγερτικά φάρμακα»)
2. εκείνος που προκαλεί σεξουαλική διέγερση («διεγερτικές ουσίες, θεάματα κ.λπ.»)
3. όποιος παρακινεί στη διατάραξη της δημόσιας τάξης («διεγερτικοί λόγοι, δημοσιεύματα κ.λπ.»)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διεγερτικά
τα φάρμακα που διεγείρουν το νευρικό, μυϊκό ή σεξουαλικό σύστημα.