ἄοσμος: Difference between revisions

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(op\.) ([Α-Ωα-ωΆΈΉΊΌΎΏἈἘἨἸὈὨᾈᾘᾨἌἜἬἼὌὬᾌᾜᾬἊἚἪἺὊὪᾊᾚᾪἎἮἾὮᾎᾞᾮἉἙἩἹὉὙὩᾉᾙᾩῬἍἝἭἽὍὝὭᾍᾝᾭἋἛἫἻὋὛὫᾋᾛᾫἏ...)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no despide olor]] op. εὔοσμος, τὸ ... ἄοσμον ... εὔοσμον γίγνεται Thphr.<i>CP</i> 6.17.11 (= Democr.A 163), τά τε γὰρ στοιχεῖα ἄοσμα Arist.<i>Sens</i>.443<sup>a</sup>10, αἱ σκωρίαι Arist.<i>Sens</i>.443<sup>a</sup>19<br /><b class="num">•</b>del vino [[ligero]] οἱ (οἴνοι) μὲν γὰρ γλυκεῖς ὅλως ἄοσμοι Thphr.<i>CP</i> 6.16.5.
|dgtxt=-ον<br />[[que no despide olor]] op. [[εὔοσμος]], τὸ ... ἄοσμον ... εὔοσμον γίγνεται Thphr.<i>CP</i> 6.17.11 (= Democr.A 163), τά τε γὰρ στοιχεῖα ἄοσμα Arist.<i>Sens</i>.443<sup>a</sup>10, αἱ σκωρίαι Arist.<i>Sens</i>.443<sup>a</sup>19<br /><b class="num">•</b>del vino [[ligero]] οἱ (οἴνοι) μὲν γὰρ γλυκεῖς ὅλως ἄοσμοι Thphr.<i>CP</i> 6.16.5.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:32, 27 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοσμος Medium diacritics: ἄοσμος Low diacritics: άοσμος Capitals: ΑΟΣΜΟΣ
Transliteration A: áosmos Transliteration B: aosmos Transliteration C: aosmos Beta Code: a)/osmos

English (LSJ)

ον, having no smell, v.l. in Hp.Acut.63, Arist.Sens.443a10: Comp., ib.19; opp. εὔοσμος, Thphr.CP6.16.5; cf. ἄνοδμος, ἄνοσμος.

Spanish (DGE)

-ον
que no despide olor op. εὔοσμος, τὸ ... ἄοσμον ... εὔοσμον γίγνεται Thphr.CP 6.17.11 (= Democr.A 163), τά τε γὰρ στοιχεῖα ἄοσμα Arist.Sens.443a10, αἱ σκωρίαι Arist.Sens.443a19
del vino ligero οἱ (οἴνοι) μὲν γὰρ γλυκεῖς ὅλως ἄοσμοι Thphr.CP 6.16.5.

German (Pape)

[Seite 273] geruchlos, Arist. de sens. 5, 17; schlecht riechend, neben κακῶδες, dem εὔοσμος entgegengesetzt, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ἄοσμος: лишенный запаха Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοσμος: -ον, (ὀσμὴ) ὁ μὴ ἔχων ὀσμήν, ἄνευ ὀσμῆς, Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 394, Ἀριστ. π. Αἰσθήσ. 5. 4· κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ εὔοσμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 16, 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄοσμος, -ον)
αυτός που δεν αναδίδει οσμή.