λαιμότμητος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> détaché de la gorge;<br /><b>2</b> qui sert la gorge (douleur).<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τμητός]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[détaché de la gorge]];<br /><b>2</b> qui sert la gorge (douleur).<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τμητός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:53, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμότμητος Medium diacritics: λαιμότμητος Low diacritics: λαιμότμητος Capitals: ΛΑΙΜΟΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: laimótmētos Transliteration B: laimotmētos Transliteration C: laimotmitos Beta Code: laimo/tmhtos

English (LSJ)

ον, with the throat severed, κάρα E.Ph.455; λ. ἄχη cut-throat woes, Ar.Th.1054.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 détaché de la gorge;
2 qui sert la gorge (douleur).
Étymologie: λαιμός, τμητός.

Russian (Dvoretsky)

λαιμότμητος:
1 с перерезанным горлом, т. е. отрубленный (κάρα Eur.);
2 сжимающий горло, сдавленный (ἄχη Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λαιμότμητος: -ον, ἀποκεχωρισμένος ἐκ τοῦ λαιμοῦ, κεκομμένος, κάρα Εὐρ. Φοίν. 455· λ. ἄχεα, τὸν λαιμὸν συσφίγγοντα, καταπνίγοντα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054· πρβλ. λαιμότομος.

Greek Monolingual

λαιμότμητος, -ον (Α)
1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.)
2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (< τέμνω), πρβλ. δορίτμητος, χειρότμητος].

Greek Monotonic

λαιμότμητος: -ον (τέμνω), αποκομμένος από τον λαιμό, αυτός που έχει κομμένο τον λαιμό, σε Ευρ.

Middle Liddell

λαιμό-τμητος, ον [from λαιμός τέμνω
with the throat severed, Eur.

English (Woodhouse)

severed at the neck

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)