μυρμηκία: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> fourmilière;<br /><b>2</b> [[αἱ]] μυρμηκίαι, trilles, roulades de chanteur.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[fourmilière]];<br /><b>2</b> [[αἱ]] μυρμηκίαι, trilles, roulades de chanteur.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:53, 28 November 2022

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 fourmilière;
2 αἱ μυρμηκίαι, trilles, roulades de chanteur.
Étymologie: μύρμηξ.

Greek Monolingual

η
ιατρ. καλοήθης όγκος της επιδερμίδας που προκαλείται από ιό, εντοπίζεται συνήθως στο άκρο χέρι, στα δάχτυλα τών χεριών, γύρω ή κάτω από τα νύχια και μερικές φορές στο πρόσωπο και είναι μολυσματική πάθηση, κν. μυρμηγκιά και μυρμηκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυρμηγκιά].

Russian (Dvoretsky)

μυρμηκία: или μυρμηκιά
1 муравейник Hes., Aesch.;
2 pl. муз. трели, рулады, фиоритуры Plut.