ἐμπληκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> facile à effrayer;<br /><b>2</b> stupide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[facile à effrayer]];<br /><b>2</b> stupide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:07, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπληκτικός Medium diacritics: ἐμπληκτικός Low diacritics: εμπληκτικός Capitals: ΕΜΠΛΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emplēktikós Transliteration B: emplēktikos Transliteration C: empliktikos Beta Code: e)mplhktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἐμπλήσσω) stupid, θέατρα Plu.2.748d (sed leg. ἐμπλήκτων):—in Id.Sull.34 f.l. for ἐμπληκτότατον. Adv. -κῶς Apollon.Lex. s.v. ἐμπλήγδην.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 caprichoso, voluble de una mujer, Hsch.s.u. ἐμπλήγδην.
2 adv. -ῶς caprichosamente Apollon.Lex.67.28.

German (Pape)

[Seite 814] ή, όν, leicht zu erschrecken, in Staunen zu versetzen; καὶ ἀνόητα θέατρα Plut. Symp. 9, 15 E. Dah. thöricht, im superl. Sull. 34.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 facile à effrayer;
2 stupide.
Étymologie: ἐμπλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπληκτικός: тупоумный, глупый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπληκτικός: -ή, -όν, μαινόμενος, τὸν ἐμπληκτικώτατον Πλουτ. Σύλλ. 34· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν: «ἵσ. γρ. ἐμπληκτότατον· ὁ γὰρ ἔμπληκτος μᾶλλον ἐν χρήσει ἢ ὁ ἐμπληκτικός, ὅτε σημαίνει τὸν μαινόμενον»· ὁ ἐκπλησσόμενος, ὁ μωρός, περὶ τῶν ἐν τῷ θεάτρῳ θεατῶν, ὁ αὐτ. 2. 748D.

Greek Monolingual

ἐμπληκτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που εκπλήσσεται εύκολα, ανόητος.

Greek Monotonic

ἐμπληκτικός: -ή, -όν (ἐμπλήσσω), αυτός που τρομάζει εύκολα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐμπληκτικός, ή, όν adj ἐμπλήσσω
easily scared, Plut.