γιγαντολέτωρ: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(1b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γῐγαντολέτωρ:''' ορος ὁ Luc. = [[γιγαντολέτης]]. | |elrutext='''γῐγαντολέτωρ:''' ορος ὁ Luc. = [[γιγαντολέτης]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γιγαντολέτωρ -ορος, ὁ [[γίγας]], [[ὄλλυμι]] [[doder van de Giganten]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:46, 29 November 2022
Greek Monolingual
γιγαντολέτωρ, ο (θηλ. γιγαντολέτειρα, η) και γιγαντολέτης, ο(θηλ. γιγαντολέτις, η) (Α)
ο εξολοθρευτής τών Γιγάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γιγαντολέτωρ < γίγας(-αντος) + -ολέτωρ < ολετήρ < όλλυμι «καταστρέφω» και ο τ. γιγαντολέτης < γίγας (-αντος) + -ολέτης < ολέτης < όλλυμι].
Russian (Dvoretsky)
γῐγαντολέτωρ: ορος ὁ Luc. = γιγαντολέτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γιγαντολέτωρ -ορος, ὁ γίγας, ὄλλυμι doder van de Giganten.