παρπόδιος: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρπόδιος -ον [παρά, πούς] op handen zijnd. | |elnltext=παρπόδιος -ον [παρά, πούς] [[op handen zijnd]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, poet. for παραπόδιος.
German (Pape)
[Seite 528] poet. statt παραπόδιος, vor den Füßen, gegenwärtig, Pind.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est devant les pieds, présent.
Étymologie: παρά, πούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρπόδιος -ον [παρά, πούς] op handen zijnd.
Russian (Dvoretsky)
παρπόδιος: дор. = * παραπόδιος.
Greek (Liddell-Scott)
παρπόδιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ παραπόδιος.
English (Slater)
παρπόδιος at one's feet met., cf. ποῦς c. παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38)
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. παραπόδιος.
Greek Monotonic
παρπόδιος: ποιητ. αντί παρα-πόδιος.