πεμφιγώδης: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πεμφιγώδης -ες [πέμφιξ: puist] puistig. | |elnltext=πεμφιγώδης -ες [πέμφιξ: puist] [[puistig]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
ες, (πέμφιξ) accompanied by vesicular eruption, Hp. Epid.6.1.14, cf. Gal. adloc. (17(1).878), Id.19.399; πεμφιδ-, Hsch.
German (Pape)
[Seite 554] ες, blasig, voll Blasen, von blasenähnlichem Ansehen, Hippocr. u. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πεμφῑγώδης: -ες, (εἶδος) ἀμφίβ. ἐπίθ. τοῦ πυρετός, φλυκταινώδης ἢ σχηματίζων οἰδήματα, Ἱππ. 1165F· ἴδε Foës Oec.
Greek Monolingual
και (κατά τον Ησύχ.) πεμφιδώδης, -ῶδες, Α πέμφιξ, -ιγος]
(κυρίως για τον πυρετό) αυτός που συνοδεύεται από έκχυση πομφολύγων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεμφιγώδης -ες [πέμφιξ: puist] puistig.