πολυλογέω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυλογέω [πολύλογος] veel praten.
|elnltext=πολυλογέω [πολύλογος] [[veel praten]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πολυλογῶ]], [[πολυλογέω]], ΝΜΑ [[πολύλογος]]<br />[[μιλώ]] [[συνεχώς]] ή λέω [[πολλά]] και περιττά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «να μη σού τά [[πολυλογώ]]» — για να [[είμαι]] [[σύντομος]].
|mltxt=[[πολυλογῶ]], [[πολυλογέω]], ΝΜΑ [[πολύλογος]]<br />[[μιλώ]] [[συνεχώς]] ή λέω [[πολλά]] και περιττά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «να μη σού τά [[πολυλογώ]]» — για να [[είμαι]] [[σύντομος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυλογέω Medium diacritics: πολυλογέω Low diacritics: πολυλογέω Capitals: ΠΟΛΥΛΟΓΕΩ
Transliteration A: polylogéō Transliteration B: polylogeō Transliteration C: polylogeo Beta Code: poluloge/w

English (LSJ)

talk much, speak a lot, talk a lot, be loquacious, Gal.18(1).792, Vett.Val.175.31, al., Poll.10.51, Alex.Aphr.in Top. 433.19.

German (Pape)

[Seite 665] viel reden, Clem. Al. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠλογέω: λέγω πολλά, Γαλην., Πολυδ. Ι΄, 51· ― ῥημ. ἐπίθ. πολυλογητέον, δεῖ πολυλογεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 203.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυλογέω [πολύλογος] veel praten.

Greek Monolingual

πολυλογῶ, πολυλογέω, ΝΜΑ πολύλογος
μιλώ συνεχώς ή λέω πολλά και περιττά
νεοελλ.
φρ. «να μη σού τά πολυλογώ» — για να είμαι σύντομος.