προσδοκητός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσδοκητός -ή -όν [προσδοκάω] verwacht. | |elnltext=προσδοκητός -ή -όν [προσδοκάω] [[verwacht]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, expected, πάντα π. μοι A.Pr.935; τύχη οὐ π. Polystr.Herc.346p.78V.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσδοκητός -ή -όν [προσδοκάω] verwacht.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προσδοκητός, -ή, -όν, ΝΑ προσδοκῶ
αυτός που αναμένεται με ελπίδα.
Greek Monotonic
προσδοκητός: -ή, -όν (προσδοκάω), προσδοκώμενος, αναμενόμενος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
προσδοκητός: -ή, -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935.
Middle Liddell
προσδοκητός, ή, όν προσδοκάω
expected, Aesch.