συγκατοικτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "fut. attic" to "fut. Attic")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συγκατοικτίζομαι [σύν, κατοικτίζω] samen bejammeren.
|elnltext=συγκατοικτίζομαι [σύν, κατοικτίζω] [[samen bejammeren]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:51, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικτίζομαι Medium diacritics: συγκατοικτίζομαι Low diacritics: συγκατοικτίζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatoiktízomai Transliteration B: synkatoiktizomai Transliteration C: sygkatoiktizomai Beta Code: sugkatoikti/zomai

English (LSJ)

Med., fut. -ιοῦμαι, lament with or together, S. Tr.535.

French (Bailly abrégé)

déplorer ensemble.
Étymologie: σύν, κατά, οἰκτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκατοικτίζομαι [σύν, κατοικτίζω] samen bejammeren.

Russian (Dvoretsky)

συγκατοικτίζομαι: совместно сетовать, оплакивать (τὰ δ᾽ οἷα πάσχω Soph.).

Greek Monolingual

Α
θρηνολογώ μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατοικτίζομαι «θρηνώ για τον εαυτό μου»].

Greek Monotonic

συγκατοικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, Μέσ., θρηνώ μαζί, από κοινού, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικτίζομαι: Μεσ., κατοικτίζομαι, θρηνολογῶ ὁμοῦ, Σοφ. Τρ. 535.

Middle Liddell

fut. Attic -ιοῦμαι
Mid. to lament with or together, Soph.