δημοχαριστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δημοχαριστής -οῦ, ὁ [δῆμος, χαρίζομαι] [[vleier van het volk]].
|elnltext=δημοχαριστής -οῦ, ὁ [[[δῆμος]], [[χαρίζομαι]]] [[vleier van het volk]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:56, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοχᾰριστής Medium diacritics: δημοχαριστής Low diacritics: δημοχαριστής Capitals: ΔΗΜΟΧΑΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: dēmocharistḗs Transliteration B: dēmocharistēs Transliteration C: dimocharistis Beta Code: dhmoxaristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, mob-courtier, E.Hec.132 (anap.).

Spanish (DGE)

(δημοχᾰριστής) -οῦ, ὁ
adulador del pueblo Λαερτιάδης E.Hec.132, cf. Eust.201.24, 221.9, 737.45.

German (Pape)

[Seite 565] ὁ, Eur. Hec. 143, dem Volke willfahrend.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
courtisan du peuple.
Étymologie: δῆμος, χαρίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοχαριστής -οῦ, ὁ [δῆμος, χαρίζομαι] vleier van het volk.

Russian (Dvoretsky)

δημοχᾰριστής: ου adj. m льстящий народу, вкрадчивый (Λαερτιάδης Eur.).

Greek Monolingual

δημοχαριστής, ο (Α)
αυτός που χαρίζεται στον λαό, που τον κολακεύει.

Greek Monotonic

δημοχᾰριστής: -οῦ, ὁ (χαρίζομαι), κόλακας του λαού, δημοκόλακας, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

δημοχᾰριστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰς τὸν ὄχλον χαριζόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 134.― Ἐπίρρ. δημοχᾰριστικῶς, ὡς δημοχαριστής, Σχολ. εἰς Ἰλ. Β. 350· καὶ μτχ. δημοχαριστῶν Γ. Παχυμ. τ. Β΄, σ. 461, 7 (ἐκδ. Βόνν.)

Middle Liddell

χαρίζομαι
a mob-courtier, Eur.