καλλικόμας: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar. | |elnltext=καλλικόμας [[[καλός]], [[κόμη]]] adj., met mooi haar. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 13:57, 29 November 2022
English (LSJ)
ὁ, = καλλίκομος (beautiful-haired, with beautiful foliage), πλόκαμος E. IA 1080 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐκόμᾱς: adj. m дор. Eur. = καλλίκομος.
Greek (Liddell-Scott)
καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.
Greek Monolingual
καλλικόμας, ὁ (Α)
ο καλλίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιοκόμας, στραβαλοκόμας].
Greek Monotonic
καλλικόμας: ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.
Middle Liddell
καλλι-κόμας, ου, = καλλίκομος, Eur.]