καρπόδεσμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καρπόδεσμα -ων, τά [καρπός, δεσμός] [[handboeien]].
|elnltext=καρπόδεσμα -ων, τά [[[καρπός]], [[δεσμός]]] [[handboeien]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπόδεσμα Medium diacritics: καρπόδεσμα Low diacritics: καρπόδεσμα Capitals: ΚΑΡΠΟΔΕΣΜΑ
Transliteration A: karpódesma Transliteration B: karpodesma Transliteration C: karpodesma Beta Code: karpo/desma

English (LSJ)

ων, τά, chains for the arms, armlets, Luc.Lex. 10:

German (Pape)

[Seite 1328] τά, Armfesseln, Armband, Luc. Lexiph. 10 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
menottes.
Étymologie: καρπός, δεσμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρπόδεσμα -ων, τά [καρπός, δεσμός] handboeien.

Russian (Dvoretsky)

καρπόδεσμα: τά καρπός II] ручные кандалы Luc.

Greek (Liddell-Scott)

καρπόδεσμα: -ων, τά, δεσμὰ τῶν καρπῶν, τῶν χειρῶν, ψέλια, βραχιόνια, Λουκ. Λεξιφ. 10.

Greek Monolingual

καρπόδεσμα, -έσμων, τὰ (Α)
τα δεσμά τών καρπών τών χεριών («καρπόδεσμά τε αὐτῶ περιθεὶς καὶ περιδέραιον ἐν ποδοκάκαις», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (II) + δεσμά < δέω (II) «δένω»].